- πολίωση
- η / πολίωσις, -ώσεως, ΝΑ [πολιῶ / -οῡμαι]η λεύκανση τών τριχών τού κεφαλιού και τού σώματοςαρχ.(κατά τον Γαλ.) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.